- ἰσοδαίμων
- ῑσοδαίμων1 equal in fortune to c. dat.
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ισοδαίμων — ἰσοδαίμων, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεος («ἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.) 2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχη («ἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίμων] … Dictionary of Greek
ἰσοδαίμων — godlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονα — ἰσοδαίμων godlike neut nom/voc/acc pl ἰσοδαίμων godlike masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονας — ἰσοδαίμων godlike masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονος — ἰσοδαίμων godlike gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek